- γενναιοτέρους
- γενναῑοτέρους , γενναῖοςtrue to one's birthmasc acc comp plγενναῑοτέρους , γενναῖοςtrue to one's birthmasc acc comp pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαμπέτης — (18ος αι.). Κλεφταρματολός και πρωτοπαλίκαρο του Αστραπόγιαννου. Ήταν ένας από τους γενναιότερους αρματολούς της εποχής του. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, όταν ο Αστραπόγιαννος τραυματίστηκε από τους Τούρκους, διέταξε τον Λ. να του κόψει το… … Dictionary of Greek
Γιουσούφ — I Όνομα ιστορικών προσώπων του μουσουλμανικού κόσμου. 1. Ιμπν Αμπντ αλ Ραχμάν αλ Φιχρί (8ος αι. μ.Χ.). Ο τελευταίος Μαυριτανός κυβερνήτης της Ισπανίας (747 756). Το 756 επιχείρησε, χωρίς επιτυχία, να υπερασπίσει την Κόρντομπα από τον Αμπντ αλ… … Dictionary of Greek
Δούρειος Ίππος — Κολοσσιαίο ξύλινο ομοίωμα αλόγου, που, σύμφωνα με τη μυθολογία, κατασκεύασαν οι Αχαιοί και το χρησιμοποίησαν ως τέχνασμα για την εκπόρθηση της Τροίας. Η ιδέα του τεχνάσματος ανήκε στον Οδυσσέα και την κατασκευή του τεράστιου ομοιώματος ανέλαβε ο… … Dictionary of Greek
Τσάκας, Αθανάσιος — (Μοναστηράκι Αγράφων 1779 – Παρνασσός 1851). Κλεφταρματολός και αγωνιστής, ο οποίος είναι γνωστότερος με την προσωνυμία Γερο Τσάκας. Πολύ νέος έγινε κλέφτης στο σώμα του Κατσαντώνη και διακρίθηκε για την ανδρεία του σε διάφορες μάχες. Στην… … Dictionary of Greek